Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(οἱ νοσοῦντες

См. также в других словарях:

  • νοσοῦντες — νοσέω to be sick pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • болѣти — БОЛ|ѢТИ (324), Ю, ИТЬ гл. 1.Быть больным, хворать: нѣкто болѩ лазорь. УСт XII/XIII, 18; [Владимир] болѩше велми. въ неи же болѣзни и сконцасѩ Парем 1271, 261; ѡ оударивъшимь в бою ближ(н)ѩг... лѩжеть же на ѡдрѣ болѩ. КР 1284, 261г; впаде в… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διατονούμαι — διατονοῡμαι ( όομαι) (Μ) [διάτονος] τεντώνομαι, δεν έχω τα μέλη τού σώματος μου χαλαρά («χασμῶνται oἱ νοσοῡντες και διατονοῡνται») …   Dictionary of Greek

  • κυανίζω — (AM κυανίζω) [κύανος] 1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.) 2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.) …   Dictionary of Greek

  • ολιγοποσία — η (Α ὀλιγοποσία και ὀλιγοποτίη) [ολιγόποτος] εγκράτεια στο ποτό, το να πίνει κάποιος λίγο («οἱ μὲν βουλόμενοι τὰς ἄλλας τέχνας κατορθοῡν ὀλιγοσιτίαις καὶ ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ οἱ νοσοῡντες», Αρετ.) …   Dictionary of Greek

  • ολιγοσιτία — η (Α ὀλιγοσιτία) [ολιγόσιτος] εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῡντες», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»